- άκοτος
- ἄκοτος, -ον (Α) [κότος]ο απαλλαγμένος από οργή, εύθυμος, χαρούμενος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄκοτον — ἄκοτος free from anger masc/fem acc sg ἄκοτος free from anger neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek